Η «πηγή» των περισσότερων υποκειμενικών εμβοών δεν είναι γνωστή. Είναι εύκολο να αποδοθεί η ευθύνη στα τριχωτά κύτταρα, λέγοντας ότι δυσλειτουργούν και αντί να ανιχνεύουν ήχο λειτουργούν παθολογικά παράγοντας ηλεκτρικά μηνύματα που στη συνέχεια γίνονται αντιληπτά ως ήχος. Επιστημονικά αυτό είναι δύσκολο να αποδειχθεί και μολονότι αυτό πρέπει να ισχύει σε κάποιους ασθενείς, δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μια γενική εξήγηση.

Ωστόσο, υπάρχουν κάποια ειδικά αίτια υποκειμενικών εμβοών που χρειάζεται να αποκλειστούν. Αυτό βρίσκει εφαρμογή ιδιαίτερα στις εμβοές που εντοπίζονται στο ένα αφτί, όπου μεταξύ των άλλων αιτίων πρέπει να αποκλειστούν τα νοσήματα του μέσου ωτός και του μαστοειδούς άντρου. Η διερεύνηση περιλαμβάνει φυσική εξέταση και απεικονιστικές τεχνικές, όπως η υπολογιστική τομογραφία ή η μαγνητική τομογραφία.

Οι εμβοές του ενός αφτιού που συνοδεύονται από διαταραχή της ακοής προκαλούνται σε κάποιες περιπτώσεις από ακουστικό νευρίνωμα. Αυτό είναι πιο πιθανό όταν συνυπάρχει νευροαισθητήρια βαρηκοΐα στην ίδια πλευρά. Ο ιδανικός τρόπος να ανακαλύψει κανείς αν ο ασθενής έχει αυτούς τους καλοήθεις αλλά ενοχλητικούς όγκους είναι να παραπέμψει τον ασθενή για μαγνητική τομογραφία. Η εξέταση αυτή προσφέρει αρκετές πληροφορίες για να επιβεβαιωθεί ότι ο ασθενής δεν έχει κάποιον άλλου είδους όγκο ή νόσο στο κεφάλι, οπότε στην περίπτωση αυτή οι εμβοές ονομάζονται “ιδιοπαθείς”, που στην πράξη σημαίνει χωρίς ακόμα γνωστή αιτιολογία.

Καθώς η τεχνολογία βελτιώνεται και η κατανόηση των μηχανισμών των εμβοών αυξάνεται, η ομάδα των ιδιοπαθών εμβοών, που αποτελεί και την πλειονότητα, θα γίνεται μικρότερη, αφού θα βρίσκονται συγκεκριμένες αιτίες του προβλήματος. Κάθε φορά που μια σαφής αιτιολογία θα προσδιορίζεται, ειδικά θεραπευτικά σχήματα θα γίνονται διαθέσιμα.

Παρόλα αυτά, προς το παρόν για τους ανθρώπους με ιδιοπαθείς εμβοές χωρίς απώλεια ακοής, το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι σε κάποια θέση της διαδρομής από τον κοχλία μέχρι τον ακουστικό φλοιό δημιουργούνται ανώμαλα ηλεκτρικά σήματα. Για τους ασθενείς με απώλεια ακοής και εμβοές έχουν προταθεί εναλλακτικοί μηχανισμοί για να ερμηνευθούν οι εμβοές: Από τα τριχωτά κύτταρα στον κοχλία και προς τα μέσα το σύστημα της ακοής είναι ένα ηλεκτρικό δίκτυο με ασφάλειες, συνδέσεις, ενισχυτικές συσκευές, φίλτρα, κ.α. Κάθε ηλεκτρικό σύστημα έχει μέσα του τον λεγόμενο “ηλεκτρικό θόρυβο”. Αυτό είναι εύκολο να αποδειχθεί χρησιμοποιώντας ένα Hi-Fi ενισχυτή που είναι γυρισμένος στη μέγιστη ένταση, χωρίς να έχει τοποθετηθεί κάποιο CD ή κασέτα που να παίζει, οπότε, ακόμα και αν το σύστημα είναι ιδιαίτερα ακριβό, θα ακούγεται κάποιος θόρυβος μέσα από τα ηχεία.

Πάντα θα υπάρχει κάποιος ηλεκτρικός θόρυβος υποβάθρου στο σύστημα της ακοής, αλλά φυσιολογικά δε μπορείτε να τον ακούσετε επειδή ο εγκέφαλός σας θέτει ένα επίπεδο ουδού που τον προκαλεί. Για να ακουστεί ένα ηχητικό σήμα πρέπει δηλαδή να είναι υψηλότερο από τον ουδό των ήχων του υποβάθρου. Οι άνθρωποι έχουν μια ευρεία κλίμακα ουδών ακοής.

Όταν επισυμβαίνει απώλεια της ακοής, ανεξάρτητα από την αιτιολογία της, μπορεί να είναι αρκετή για να εμποδίσει τους φυσιολογικούς εξωτερικούς ήχους να φτάσουν στον εγκέφαλο. Η “σιγή” σε μια κλίμακα συχνοτήτων που αναγνωρίζεται ως βαρηκοΐα πιστοποιείται από τον εγκέφαλο. Ο κόσμος μας δεν είναι σιωπηλός (μπορεί να γίνει ήσυχος, αλλά η σιωπή είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί) και η απουσία του ήχου σημαίνει ότι το πρώτο προειδοποιητικό σύστημά μας αδυνατεί να καταγράψει αλλαγές. Γι’αυτό, ο εγκέφαλος αντιδρά ρίχνοντας τον ουδό για “να ακούει” περισσότερο και κάνοντας αυτό μπαίνει και στα επίπεδα των εσωτερικών ήχων και έτσι το άτομο ακούει και τις λειτουργίες του δικού του αφτιού.

Οι περισσότεροι άνθρωποι με φυσιολογική ακοή, αν τοποθετηθούν σε έναν απόλυτα σιωπηλό χώρο (άηχος θάλαμος) για πειραματικούς λόγους, θα αναπτύξουν εμβοές, οι οποίες παρέρχονται όταν αυτοί επανέρχονται σε ένα φυσιολογικό θορυβώδες περιβάλλον. Το φαινόμενο παρατηρείται κάθε φορά που θα επαναληφθεί το πείραμα, αλλά στους περισσότερους ανθρώπους δεν αρέσει η αίσθηση της απόλυτης σιγής διότι τους προκαλεί ένα συναίσθημα φόβου και έλλειψης άνεσης. Αυτό, πιθανώς, συμβαίνει διότι δεν έχουν την ακοή πλέον ως πρώιμο προειδοποιητικό σύστημα και αισθάνονται τρωτοί στο επίπεδο εγκεφαλικού στελέχους των πρωτόγονων ζώων.