Στο δυτικό κόσμο ο ανεπιθύμητος θόρυβος είναι δυνατόν να βρεθεί παντού. Ο θόρυβος από τα ηχηρά πάρτι των γειτόνων, τα έργα των δρόμων, τους συναγερμούς αυτοκινήτων ή το γαύγισμα των σκύλων τις πρώτες πρωινές ώρες μπορούν να προκαλέσουν έντονες ενοχλήσεις σε οποιονδήποτε είναι αναγκασμένος να ακούει αυτούς τους διαπεραστικούς θορύβους. Η ακοή είναι ένα από τα πρώτα προειδοποιητικά συστήματα και η ενόχληση από αναπάντεχους ή ασυνήθιστους ήχους μας φέρνει σε οριακή κατάσταση, έτοιμους να αντιδράσουμε σε πιθανό κίνδυνο.

Παρά το γεγονός ότι τέτοιου είδους ήχοι είναι ενοχλητικοί σπάνια είναι και οργανικά βλαπτικοί και ο πολύ δυνατός θόρυβος μπορεί να προκαλέσει βλάβη στον κοχλία. Η παρατεταμένη υπερφόρτωση εξαντλεί τα έξω τριχωτά κύτταρα και ο εσωτερικός κοχλιακός ενισχυτής – η πηγή των ωτοακουστικών εκπομπών- ανεπαρκείς. Μια προσωρινή απώλεια ακοής – δηλαδή μια αλλαγή του ακουστικού ουδού- μπορεί να αναπτυχθεί μέχρι τα εξωτερικά ακουστικά κύτταρα να ανακάμψουν με την ησυχία του νυκτερινού ύπνου. Το σύμπτωμα αυτό είναι συχνά το πρώτο που εμφανίζεται σε άτομα που εκτίθενται σε θόρυβο, παρά το γεγονός ότι δε μπορούν να εκτιμήσουν τη σημασία του. Οι παλαιοί εργαζόμενοι σε τυπογραφία εφημερίδων, με τα πολύ θορυβώδη πιεστήρια της εποχής, έβρισκαν ότι τα αυτοκίνητά τους έκαναν πολύ θόρυβο πηγαίνοντας στη δουλειά τους, αλλά όταν επέστρεφαν από αυτήν έβρισκαν τα αυτοκίνητα να είναι “ήσυχα” και “ωραία” επειδή η ακοή τους είχε επηρεαστεί από τον ήχο των πιεστηρίων. Στις μέρες μας παρόμοια μείωση της ακοής σε συνδυασμό με την εμφάνιση ενοχλητικής βοής, παρατηρούμε ύστερα από τη νυχτερινή μας έξοδο σε κέντρα διασκέδαση εντός των οποίων τα decibel που παράγονται αγγίζουν και πολλές φορές ξεπερνούν τα επιτρεπτά όρια.

Αυτή η προσωρινή μετατόπιση του ουδού της ακοής γίνεται μόνιμη με τη συνεχή έκθεση, σε βαθμό τέτοιο που να απαιτούνται αρκετοί μήνες αποχής από το θόρυβο για να επιτευχθεί ανάρρωση. Με τη συνεχή έκθεση στον ήχο αναπτύσσεται μια μόνιμη μετατόπιση του ουδού ακοής. Οι πρώτες συχνότητες που επηρεάζονται φαίνεται να είναι οι υψηλές συχνότητες, συνήθως 4 ή 6 kHz. Έτσι, εμφανίζεται μια εγκοπή στο ακοόγραμμα ενός τέτοιου ατόμου που θα εξεταστεί.

Το γιατί η βλάβη πρέπει να εμφανίζεται σε αυτήν την περιοχή δεν είναι γνωστό με βεβαιότητα, αλλά η συγκεκριμένη μεταβολή  σε ακοόγραμμα ατόμου με ιστορικό έκθεσης σε θόρυβο είναι σχεδόν από μόνη της ικανή για να θέσει τη διάγνωση της επαγγελματικής βαρηκοΐας που προκαλείται από θόρυβο. Αν ο ασθενής εξακολουθεί να εκτίθεται στο θόρυβο η εγκοπή βαθαίνει και διευρύνεται και ο ασθενής αρχίζει πλέον να αντιλαμβάνεται την έκπτωση στην ικανότητα να ακούει κανονικά. Μπορεί να έχει πρόβλημα στο να ακούει μέσα σε μπαρ ή σε κέντρα διασκέδασης και αργότερα να μη μπορεί να ακούσει καθαρά την τηλεόραση.

Υπάρχουν αρκετοί παράγοντες που καθορίζουν ποιος έχει υποστεί βλάβη της ακοής λόγω του θορύβου. Ο πρώτος και πιο σημαντικός είναι η συνολική έκθεση σε ήχο στην οποία έχει υποβληθεί ο κοχλίας. Αυτό είναι συνδυασμός της έντασης του ήχου – δηλαδή της ηχητικής ενέργειες που δέχθηκε το αφτί – και της διάρκειας έκθεσης. Διπλασιασμός της ενέργειας του ήχου, που επιτυγχάνεται με αύξηση του επιπέδου του ήχου κατά 3dB, μειώνει στο μισό το χρόνο που χρειάζεται για να προκληθεί ίδιας βαρύτητας βλάβη. Έτσι, πολύ υψηλά επίπεδα ήχου, σαν εκείνα που αντιμετωπίζουν οι στρατιώτες του πυροβολικού ή εκείνοι που βρίσκονται κοντά σε βλήματα που εκρήγνυνται, μπορεί να επιφέρουν μόνιμη κώφωση πολύ γρήγορα στους περισσότερους ανθρώπους.

Ο δεύτερος σημαντικός παράγοντας είναι η ατομική ευαισθησία του κάθε ανθρώπου. Σχεδόν κανένας δεν εμφανίζει απώλεια της ακοής με ήχους στο περιβάλλον του κάτω από 80 dB, ανεξάρτητα από τη διάρκεια της έκθεσης σε αυτούς. Για ήχους 90 dB και για οκτάωρη εργασία μετά από περίοδο ενός έτους, το 12% περίπου των εργαζομένων θα αναπτύξει τυπική επαγγελματική βαρηκοΐα, αν και η βαρύτητα κυμαίνεται μεταξύ των ατόμων. Με ένταση 85 dB, μόνο το 3% παθαίνουν κάποια βλάβη. Προς το παρόν δεν υπάρχει κάποιος τρόπος αναγέννησης των έξω τριχωτών κυττάρων και έτσι η απώλεια αυτή της ακοής είναι μόνιμη.

Η βλάβη της ακοής που οφείλεται στο θόρυβο υπάρχει εδώ και πολλά χρόνια, αλλά μόλις πρόσφατα η νομοθεσία ενισχύθηκε κατά τρόπο ώστε να προληφθεί αυτό το αντιμετωπίσιμο πρόβλημα. Οι λόγοι για την καθυστέρηση αυτή είναι ταυτόχρονα οικονομικοί, τεχνικοί και πρακτικοί. Η μετατροπή των μηχανών σε μη θορυβώδεις είναι ιδιαίτερα ακριβή. Η χρήση μέσων που μειώνουν την ενέργεια του ήχου που φτάνει στο αφτί είναι σχετικά απλή, αλλά, καθιστά δυσχερή την επικοινωνία και αυτό μπορεί να προκαλέσει προβλήματα εκεί που υπάρχουν και άλλοι, πιο προφανείς κίνδυνοι στο χώρο εργασίας, όπως κινούμενα οχήματα και γερανοί.

Οι γονείς συχνά ρωτούν για τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν τα παιδιά τους από ακουστικά και τη θορυβώδη δημοφιλή μουσική. Σίγουρα σε κέντρα διασκέδασης και συναυλίες υπάρχει κάποιος κίνδυνος (ιδίως για εκείνους που βρίσκονται κοντά στα ηχεία) να προκληθεί βλάβη στην ακοή. Οι περισσότεροι θαμώνες των κέντρων διασκέδασης διαπιστώνουν ότι αναπτύσσουν εμβοές και μειωμένη ακοή μετά από μια “καλή” νύχτα, αλλά τελικά αυτό το αίσθημα εξαφανίζεται. Ωστόσο, οι ΩΡΛ εξακολουθούν να έχουν ασθενείς με κάποια μόνιμη βλάβη, που σε κάποιες περιπτώσεις είναι εκτεταμένη. Αυτό είναι πιο πιθανό όταν έχουν πάρει μέρος σε έντονο χορό και υπάρχουν κάποιες περιορισμένες ενδείξεις ότι η άσκηση και η μείωση του οξυγόνου κάνουν τον κοχλία πιο ευαίσθητο στο θόρυβο.