Η βαρηκοΐα εμφανίζεται σε όλες τις ηλικίες και επηρεάζει σημαντικά όλες τις παραμέτρους της καθημερινής μας ζωής. Στα παιδιά προκαλεί σημαντική καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου, καθώς και σοβαρές διαταραχές στις διαδικασίες της μάθησης .

Ο ωτορινολαρυγγολόγος είναι ο μόνος αρμόδιος για την εντόπιση και τη διάγνωση της ακουστικής απώλειας και συχνά είναι η πρώτη, εάν όχι η μόνη, πηγή πληροφοριών που έχουν οι γονείς σχετικά με τις διάφορες εκπαιδευτικές επιλογές και μορφές επικοινωνίας που είναι διαθέσιμες για τις οικογένειες παιδιών με απώλεια ακοής.

Μια άρτια συμβουλευτική προσέγγιση της οικογένειας προϋποθέτει μια άρτια οργανωμένηδιεπιστημονική ομάδα με επαγγελματίες διαφόρων ειδικοτήτων. Η συμβουλευτική βαρήκοων και γονέων μικρών παιδιών με βαρηκοΐα, είναι ένα σημαντικό και τεράστιο κεφάλαιο, που ξεκινά από τη στιγμή της ανακοίνωσης του αποτελέσματος των διαγνωστικών ακοολογικών εξετάσεων.

Η παιδική βαρηκοΐα, δηλαδή η βαρηκοΐα η οποία είναι παρούσα κατά τη γέννηση ή εμφανίζεται στη διάρκεια των πρώτων χρόνων της ζωής έχει ιδιαίτερη σημασία σε σύγκριση με μια βαρηκοΐα επίκτητη στη διάρκεια της ενήλικης ζωής. Όπως προαναφέρθηκε έχει σημαντικές επιδράσεις στην ανάπτυξη της ομιλίας του ατόμου και στη διαδικασία της μάθησης. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι παιδιά με μετρίου βαθμού βαρηκοΐα θα αρθρώσουν την πρώτη τους λέξη κατά μέσο όρο στην ηλικία των 21 μηνών και θα αποκτήσουν πλουσιότερο λεξιλόγιο στην ηλικία των 36 μηνών, ενώ παιδιά με φυσιολογική ακοή αρχίζουν να ομιλούν στην ηλικία των 10 μηνών και πλουτίζουν το λεξιλόγιο τους στην ηλικία των 18 μηνών. Η μονόπλευρη ή αμφοτερόπλευρη βαρηκοΐα έχει σαν συνέπεια τα παιδιά να έχουν προβλήματα στην εντόπιση του ήχου, στην κατανόηση της ομιλίας, ιδίως σε θορυβώδες περιβάλλον, ενώ η άρθρωση τους υπολείπεται αυτής των παιδιών με φυσιολογική ακοή.

paidiki-varikoia-photo-2

Στον ευαίσθητο τομέα της παιδικής βαρηκοΐας, αμέσως μετά τον πρωταρχικό ρόλο της έγκαιρης διάγνωσης θα πρέπει να γίνει με μεγάλη προσοχή η επιλογή και η εφαρμογή του κατάλληλου ή των κατάλληλων ακουστικών. Ταυτόχρονα πρέπει να υπάρχει και η ανάλογη ενημέρωση και εκπαίδευση των γονέων, που παίζουν σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση της παιδικής βαρηκοΐας, η οποία απαιτεί τη συμβολή και συνεργασία ειδικών στον τομέα αυτό. Στις περιπτώσεις παιδικής βαρηκοΐας εφαρμόζονται ακουστικά βαρηκοΐας και στα δύο αυτιά, προκειμένου να επιτευχθεί κατάλληλη ακουστική ενίσχυση, καλύτερη εντόπιση της κατεύθυνσης του ήχου και πρόσθετη βελτίωση έως και 20% στη διάκριση της ομιλίας, που συμβάλλει στην περαιτέρω ανάπτυξη του λόγου.

Τα ακουστικά που επιλέγονται και εφαρμόζονται στα παιδιά πρέπει να διαθέτουν ιδιαίτερα τεχνικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά. Αυτά είναι οι ειδικές εσωτερικές ρυθμίσεις, το μεγάλο φάσμα συχνοτήτων, να είναι όσο το δυνατόν λεπτά σε μέγεθος, ανατομικά, εύκολα στις εξωτερικές ρυθμίσεις και να διαθέτουν ακουστική είσοδο για σύνδεση με εκπαιδευτικά ( FM ) και άλλα οπτικοακουστικά συστήματα ( CD player ). Οι ρυθμίσεις των ακουστικών είναι βασικά δύο ειδών: εξωτερικές που γίνονται από το χρήστη για τη σωστή λειτουργία και απόδοση του ακουστικού, και εσωτερικές που γίνονται από τον ειδικό εφαρμογών ( ακοοπροθετιστή ) για την καλύτερη αναπαραγωγή των ήχων και κυρίως τη φωνή, απαλλαγμένη από θορύβους και παράσιτα. Οι ρυθμίσεις αυτές ορίζουν το φάσμα λειτουργίας του ακουστικού, που βρίσκεται πολύ κοντά στο φάσμα του εκάστοτε ακοογράμματος, από τον ουδό της ακοής έως τον ουδό δυσφορίας, αλλά προοδευτικά αυξανόμενες ( μέσα σε 5 με 6 βδομάδες ) ώστε να προσαρμόζεται ο εγκέφαλος στα ισχυρότερα ερεθίσματα.

Ακρογωνιαίος λίθος μιας κατά το δυνατόν επιτυχούς αντιμετώπισης της βαρηκοΐας με στόχο την αποτροπή των σοβαρών επιπτώσεων της στην ανάπτυξη της ομιλίας είναι η πρόληψη και η έγκαιρη διάγνωση. Ειδικότερα στο θέμα της πρόληψης μιας κληρονομικής βαρηκοΐας οι νεότερες εξελίξεις στη μοριακή βιολογία με την ανάλυση του γενετικού μας κώδικα, μας επιτρέπει να ενημερώνουμε πληρέστερα τους συγγενείς βαρήκοων αλλά και το γενικό πληθυσμό για την πιθανότητα εμφανίσεως μιας κληρονομικής βαρηκοΐας. Συγκεκριμένα, το γονίδιο κονεξίνη 26 είναι υπεύθυνο για το 30% των σποραδικών μεμονωμένων περιπτώσεων κληρονομικής προγλωσσικής βαρηκοΐας κατά τον σωματικό υπολειπόμενο χαρακτήρα μετρίου ή μεγάλου βαθμού. Επίσης υπάρχει αυξημένη συχνότης ανευρέσεως του γονιδίου της κονεξίνης 26 στους Έλληνες (3,5 % του γενικού πληθυσμού είναι φορείς του γονιδίου).

Η έγκαιρη διάγνωση μιας παιδικής βαρηκοΐας συνίσταται στο μαζικό έλεγχο ακοής των νεογνών στα μαιευτήρια τα πρώτα 24ώρα μετά τη γέννηση τους. Ένας τέτοιος έλεγχος έχει αποδειχθεί ότι είναι πιο αποτελεσματικός και λιγότερο δαπανηρός από τον μαζικό έλεγχο ακοής που γινόταν παραδοσιακά με τα τεστ συμπεριφοράς στην ηλικία των 7-9 μηνών. Στο οπλοστάσιο μας εκτός από τις κλασικές μεθόδους εξέτασης ( πρόκληση αντανακλαστικών αντιδράσεων μετά από χορήγηση ακουστικών ερεθισμάτων, τυμπανομετρία, προσδιορισμός του αντανακλαστικού του μυός του αναβολέα, ακουομετρία ελευθέρου πεδίου, δοκιμασίες με εικόνες , παιχνιδοακουμετρία ) υπάρχουν δύο εξειδικευμένες μέθοδοι, οι οποίες δεν απαιτούν τη συνεργασία του εξεταζόμενου. Αυτές είναι οι ωτακουστικές εκπομπές και τα ακουστικά προκλητά δυναμικά του εγκεφαλικού στελέχους. Επειδή ο μαζικός έλεγχος ακοής των νεογνών δεν μπορεί να ανιχνεύσει επίκτητες ή προοδευτικές βαρηκοΐες που αναπτύσσονται αργότερα κρίνεται απαραίτητος ο επανέλεγχος της ακοής για την ανίχνευση αυτών των περιστατικών που αντιπροσωπεύουν το 10-20% όλων των μόνιμων βαρηκοϊών της παιδικής ηλικίας.

paidiki-varikoia-photo-3

Η αντιμετώπιση της παιδικής βαρηκοΐας είναι χειρουργική και συντηρητική και εξαρτάται από τον τύπο, τη μορφή και τον βαθμό της βαρηκοΐας καθώς και τη γενικότερη ψυχοκινητική ανάπτυξη του παιδιού. Περιπτώσεις οι οποίες αντιμετωπίζονται με χειρουργική επέμβαση είναι αυτές της χρόνιας ωτίτιδας, της εκκριτικής ωτίτιδας (συλλογή υγρού στο μέσο αυτί), καθώς και οι διαφόρου βαθμού δυσπλασίες του έξω και μέσου αυτιού. Ως χειρουργική μέθοδος θεωρείται και η τοποθέτηση ενός κοχλιακού εμφυτεύματος σε περιπτώσεις αμφοτερόπλευρου κωφώσεως, η οποία δεν βελτιώνεται με τα ισχυρότερα ακουστικά βαρηκοΐας .

Το κοχλιακό εμφύτευμα, ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της τεχνολογίας του 20ού αιώνα είναι μια ηλεκτρονική συσκευή που παρακάμπτει το σύστημα αγωγής του ήχου αλλά και τον κοχλία και ερεθίζει κατευθείαν τα γαγγλιακά κύτταρα του ακουστικού νεύρου. Την εμφύτευση ακολουθεί ένα μακροχρόνιο πρόγραμμα αποκατάστασης (18-24 μήνες και σε μερικές περιπτώσεις έως 4 χρόνια), στο οποίο συμμετέχουν ωτορινολαρυγγολόγοι, ακουολόγοι, τεχνικοί, λογοθεραπευτές και δάσκαλοι κωφών. Ο τελικός στόχος είναι τα παιδιά μια πενταετία από την εμφύτευση να χρησιμοποιούν τον προφορικό λόγο ως πρωταρχικό μέσο επικοινωνίας και η ομιλία τους να γίνεται κατανοητή από έναν μέσο συνομιλητή. Η πλειονότητα της βαρηκοΐας μικρού και μεγάλου βαθμού αντιμετωπίζεται συντηρητικά με την εφαρμογή ακουστικών βαρηκοΐας. Το ακουστικό πρέπει να εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση διαπιστώσεως μονόπλευρης ή αμφοτερόπλευρης βαρηκοΐας από την ηλικία των 6 μηνών καθώς και ως προσωρινό μέτρο στις περιπτώσεις εκείνες όπως οι αμφοτερόπλευρες δυσπλασίες του αυτιού, οι οποίες θα αντιμετωπιστούν σε μεγαλύτερη ηλικία χειρουργικά.Πάντως αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμα και στην περίπτωση εφαρμογής κοχλιακού εμφυτεύματος είναι σημαντικό το υποψήφιο παιδί να περάσει από ένα προ- κοχλιακό στάδιο το οποίο θα πρέπει να γίνει με την εφαρμογή ακουστικών βαρηκοΐας και αυτό διότι μέσα από τα ακουστικά βαρηκοΐας θα ξεκινήσει να εξοικειώνεται με τους ήχους αλλά και γενικότερα με την εφαρμογή ενός «ξένου σώματος» πίσω από το αυτί του.