Είναι γεγονός ότι με την πρόοδο την ηλικίας η ακοή των περισσότερων ανθρώπων αμβλύνεται. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι ότι παρατηρείται μια σταδιακή απώλεια των έξω τριχωτών κυττάρων και σε μικρότερο βαθμό των έσω τριχωτών κυττάρων από το όργανο του Corti. Η απώλεια αυτή είναι πιο έντονη στη βάση του κοχλία, η οποία ανιχνεύει τις υψηλές συχνότητες που είναι σημαντικές για τη διαυγή ακοή σε παρουσία θορύβου στο υπόβαθρο και λιγότερο σοβαρή στα μεσαία τμήματα που ανιχνεύουν τον κύριο όγκο των ήχων από τον περιβάλλοντα χώρο, μεταξύ των οποίων και την ομιλία.

Οι μεταβολές αυτές στον κοχλία φαίνεται να ξεκινούν από τη γέννηση και έτσι υπάρχει μια σταδιακή απώλεια τριχωτών κυττάρων σε όλους τους ανθρώπους, αν και ο ρυθμός απώλειας διαφέρει από άτομο σε άτομο. Φαίνεται ότι στον άνθρωπο υπάρχουν περισσότερα τριχωτά κύτταρα από ότι χρειάζονται για μια ευδόκιμη ακοή. Έτσι, το αποτέλεσμα της προοδευτικής αυτής απώλειας δε γίνεται αντιληπτό μέχρι το άτομο να φτάσει τη δεκαετία των 40. Τότε συναντά δυσκολία στο να ακούσει μια συνομιλία παρουσία θορύβου στο υπόβαθρο (για παράδειγμα, μέσα σε ένα εστιατόριο), διότι η απώλεια των υψηλών συχνοτήτων καθιστά δυσχερή τη διάκριση μεταξύ των διαφορετικών φωνών. Η φωνή του κάθε ανθρώπου καταχωρίζεται με τη βοήθεια μιας κλίμακας συγκεκριμένων συχνοτήτων που ονομάζονται “συχνότητες-διαμορφωτές” και το σύνολο αυτό των συχνοτήτων είναι εκείνο που διαχωρίζει τη συγκεκριμένη φωνή. Ο διαχωρισμός της μιας φωνής από την άλλη αναγκάζει τον εγκέφαλο να πραγματοποιήσει μια ανάλυση της μορφής της ομιλίας και να ξεχωρίσει τη συγκεκριμένη φωνή από τις υπόλοιπες στο χώρο. Για να συμβεί αυτό πρέπει να ακουστούν οι υψηλότερες συχνότητες-διαμορφωτές και να υπάρχει σημαντική απώλεια των υψηλών συχνοτήτων, κάτι τέτοιο πολύ απλά δε μπορεί να συμβεί.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό που συνοδεύει την απώλεια των τριχωτών κυττάρων είναι η λεγόμενη “επιστράτευση”. Στην πρεσβυακουσία τα επίπεδα της ακοής μειώνονται σε τέτοια έκταση που οι χαμηλοί ήχοι δε μπορούν να γίνουν αντιληπτοί. Όταν η ένταση του ήχου φτάσει σε ένα επίπεδο που είναι ανιχνεύσιμος, τότε παρατηρείται μια ταχεία άνοδος στο ύψος της έντασης του ήχου που γίνεται αντιληπτός, που πολύ σύντομα γίνεται ενοχλητικά δυνατός καθώς η ένταση του ήχου αυξάνεται. Το φαινόμενο της επιστράτευσης πρακτικά μπορεί να φανεί όταν, για παράδειγμα, εισέρχεστε σε ένα δωμάτιο όπου υπάρχει κάποια γηραιά συγγενής σας που δε μπορεί να σας δει. Της λέτε “γεια” με φυσιολογικό τόνο φωνής και δε μπορεί να σας ακούσει. Ανεβάζετε λίγο τον τόνο της φωνής σας, αλλά και πάλι δε μπορεί να σας ακούσει. Αυξάνετε και πάλι τον τόνο της φωνής σας και τότε στρέφεται προς εσάς και διαμαρτύρεται: “μη φωνάζεις, δεν είμαι κουφή!”

Δυστυχώς δεν υπάρχει ακόμα θεραπεία ή μέθοδος πρόληψης της πρεσβυακουσίας. Προς το παρόν, το μόνο που μπορεί να γίνει είναι να επιβεβαιωθεί ότι το άτομο δεν πάσχει από κάποια ιάσιμη νόσο των ωτών και να προσφερθούν όλες οι απαραίτητες εξηγήσεις, βοηθήματα, από τον περιβάλλοντα χώρο και ακουστικά βοηθήματα αν αυτό απαιτείται ή είναι επιθυμητό από τον ασθενή. Η χρήση ακουστικού βοηθήματος μπορεί να είναι δυσχερής όταν η ενίσχυση είναι πολύ έντονη, σε τέτοιο σημείο που συχνά απαιτούνται βοηθήματα με κάποιο βαθμό ηλεκτρονικού ελέγχου του τελικού ακουστικού προϊόντος για να υπάρχει άνετη ακοή. Ο χρήστης του ακουστικού βοηθήματος χρειάζεται να εγκλιματιστεί στο ακουστικό βοήθημα χρησιμοποιώντας το λίγο στην αρχή και αυξάνοντας σταδιακά τη χρήση του, για να δώσει τη δυνατότητα στα αφτιά και τον εγκέφαλο να αποδεχθούν όλους τους νέους ήχους που πριν δεν ήταν ακουστοί.

Ωστόσο, κάποιοι ασθενείς είναι ανυπόμονοι και περιμένουν μια ακαριαία ανταπόκριση από το ακουστικό βοήθημα και απογοητεύονται όταν οι νέοι ήχοι από ένα άριστο ακουστικό βοήθημα δεν είναι αυτοί στους οποίους είναι συνηθισμένοι. Είναι σημαντικό οι ασθενείς να είναι υπομονετικοί.